- μουνούχισμα
- τοο ευνουχισμός, η αφαίρεση των γεννητικών αδένων ανθρώπου ή ζώου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουνούχισμα — το [μουνουχίζω] ευνουχισμός … Dictionary of Greek
ευνούχισμα — και μουνούχισμα, το [ευνουχίζω] ευνουχισμός … Dictionary of Greek
εκτόμηση — η (ιατρ.), μουνούχισμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευνουχισμός — ο 1. αφαίρεση των γεννητικών αδένων αρσενικού ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνούχισμα. 2. μτφ., αφαίρεση ικανότητας ή δικαιώματος από τον άνθρωπο: Ευνουχισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)